συρματοκιβώτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματοκιβώτιο τα συρματοκιβώτια
      γενική του συρματοκιβωτίου
συρματοκιβώτιου
των συρματοκιβωτίων
    αιτιατική το συρματοκιβώτιο τα συρματοκιβώτια
     κλητική συρματοκιβώτιο συρματοκιβώτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τοίχος στήριξης δομημένος με συρματοκιβώτια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρματοκιβώτιο < σύρματ(ος) + -ο- + κιβώτιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρματοκιβώτιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]