συστοιχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συστοιχῶ, συστοιχίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συστοιχώ < (ελληνιστική κοινήσυστοιχέω / συστοιχῶ < αρχαία ελληνική σύστοιχος < σύν + στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

συστοιχώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]