σφαγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφαγιάζω < αρχαία ελληνική σφαγιάζω < σφάγιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sfa.ɣi.ˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφα‐γι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σφαγιάζω (παθητική φωνή: σφαγιάζομαι)

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του σφάζω
  2. (λόγιο, μεταφορικά) παραβιάζω τα δικαιώματα κάποιου με βάναυσο τρόπο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]