σφαγιαστήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαγιαστήριο τα σφαγιαστήρια
      γενική του σφαγιαστήριου
σφαγιαστηρίου
των σφαγιαστήριων
σφαγιαστηρίων
    αιτιατική το σφαγιαστήριο τα σφαγιαστήρια
     κλητική σφαγιαστήριο σφαγιαστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφαγιαστήριο < ελληνιστική κοινή σφαγιαστήριον[1] < αρχαία ελληνική σφαγιάζω < σφάγιον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφαγιαστήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. σφαγιαστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.