σωσίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σωτήρας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σωσίας οι σωσίες
      γενική του/της σωσία των σωσιών
    αιτιατική τον/τη σωσία τους/τις σωσίες
     κλητική σωσία σωσίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σωσίας < λόγιο ενδογενές δάνειο: sosie < Sosie[1] < λατινική Sosias[2] < αρχαία ελληνική σῴζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σωσίας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη σώζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. όνομα που είχε ο υπηρέτης του Αμφιτρύωνα, στην κωμωδία «Αμφιτρύωνας» του Μολιέρου
  2. όνομα που είχε ο υπηρέτης του Αμφιτρύωνα, στην κωμωδία «Αμφιτρύωνας» του Πλαύτου, με τη μορφή του οποίου εμφανιζόταν και ο Ερμής