σόκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σόκα < σοκάρω (ναυτικός όρος)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σόκα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]