σώγαμπρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σώγαμπρος αρσενικό
- παντρεμένος άντρας ο οποίος μένει με τα πεθερικά του στο σπίτι τους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σώγαμπρος
|