τίλμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τίλμα < τίλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τίλμα ουδέτερο

  1. το στουπί στη ναυτική γλώσσα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τίλμα < τίλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τίλμα ουδέτερο

  1. το χνούδι, το ξάσμα, το ξαντό, αυτό που έχει αποσπαστεί ή μαδηθεί, τα πολύ μικρά θραύσματα, τα ψήγματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]