τίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τῖλος, τύλος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

τίλος < τίλλω (μαδάω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τίλος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]