τακτικότερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τακτικότερα < συγκριτικός βαθμός του τακτικά
Επίρρημα
[επεξεργασία]τακτικότερα
- συχνότερα, πιο συχνά, πιο τακτικά, σε πυκνότερα χρονικά διαστήματα
- Παιδί μου το ξέρω ότι έχεις πολλές δουλειές, αλλά λαχταράω να σε βλέπω τακτικότερα
- πιο πιστά στα τακτά χρονικά διαστήματα που έχουν επισήμως οριστεί, με πιο εντάξει τρόπο, που τηρεί χρονοδιάγραμμα και συμφωνημένες διορίες
- Κι εγώ θα ήθελα να πλήρωνα τακτικότερα το ενοίκιο, αλλά κι εσείς δεν κόβετε κάτι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τακτικότερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τακτικότερο