τακτικότερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τακτικότερος < συγκριτικός βαθμός του τακτικ(ός) + -ότερος. Δείτε και το αρχαίο τακτικώτερος
Επίθετο
[επεξεργασία]τακτικότερος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από περισσότερη ευταξία, τάξη, στην τακτοποίηση αντικειμένων ή λογαριασμών
- Η Μαρία είναι ακατάστατη, ο Κώστας κάπως τακτικός και ο Γιωργάκης μου δεν είναι τέλειος, αλλά σίγουρα τακτικότερος από τους άλλους δύο
- Είναι τακτικοτερος στις πληρωμές του
- που συχνάζει κάπου σε πιο πυκνά διαστήματα από κάποιον άλλο
- Είναι τακτικότερος πελάτης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ταχτικότερος (λιγότερο επίσημο)
Παράγωγα
[επεξεργασία]- τακτικότερα (επίρρημα)