ταχυμεταφορέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταχυμεταφορέας οι ταχυμεταφορείς
      γενική του ταχυμεταφορέα των ταχυμεταφορέων
    αιτιατική τον ταχυμεταφορέα τους ταχυμεταφορείς
     κλητική ταχυμεταφορέα ταχυμεταφορείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταχυμεταφορέας < ταχυ- + μεταφορέας (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική courier

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταχυμεταφορέας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]