τετραφωσφορύλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφωσφορύλιο τα τετραφωσφορύλια
      γενική του τετραφωσφορυλίου
τετραφωσφορύλιου
των τετραφωσφορυλίων
    αιτιατική το τετραφωσφορύλιο τα τετραφωσφορύλια
     κλητική τετραφωσφορύλιο τετραφωσφορύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τετραφωσφορύλιο < τετρα- + φωσφορύλιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τετραφωσφορύλιο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]