τζίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζίνι | τα | τζίνια |
γενική | του | τζινιού | των | τζινιών |
αιτιατική | το | τζίνι | τα | τζίνια |
κλητική | τζίνι | τζίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cin < αραβική جِنّ (jinn) < جِنِّيّ (jinniyy) < جن (junnī) < ρίζα ج ن ن (j-n-n)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζίνι ουδέτερο
- (μυθολογία) υπερφυσικό πνεύμα, υποδεέστερο των αγγέλων, με την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε οποιοδήποτε ζώο ή άνθρωπο
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) (οικείο) πανέξυπνος, ικανότατος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τζίνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)