génie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
génie < λατινική genius

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
génie < λατινική ingenium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

  1. η ιδιοφυία, η μεγαλοφυία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
génie < ingénieur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
génie génies

génie (fr) αρσενικό

  1. génie atomique, η πυρηνική τεχνολογία
  2. génie civil, η οικοδομική τέχνη
  3. génie génétique, η γενετική τεχνολογία, η τεχνολογία που αφορά τους γόνους
  4. génie informatique, η τεχνολογία που σχετίζεται με την πληροφορική
  5. génie maritime, η ναυπηγική
  6. génie militaire, το σύνολο των τεχνικών που σχετίζονται με την οχύρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]