τζανταρμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζανταρμάς< (άμεσο δάνειο) τουρκική jandarma < γαλλική gendarme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζανταρμάς αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) χωροφύλακας, στρατοχωροφύλακας, ιδιαίτερα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
- ※ Θυμούμαι πώς μας παρέλαβε, καμιά εικοσαριά τον αριθμό, απ' τα χωριά που βρισκόμασταν, ένας τζανταρμάς ( = χωροφύλακας ) με μια κατάσταση στο χέρι και μας ώδήγησε στο Καλέ Ταβάζ, που ήταν έδρα μουδίρη και μας παρέδωσε σ'αυτόν (Μικρασιατικά Χρονικά, τόμ. 7-8, Σύγραμμα περιοδικόν εκδιδόμενον υπό του τμήματος Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, 1957)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τζανταρμάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)