gendarme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gendarme < gens + arme

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gendarme gendarmes

gendarme (fr) αρσενικό

  1. χωροφύλακας

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gendarme (it) αρσενικό

  1. χωροφύλακας