τοξεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τοξεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοξεύω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /toˈkse.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐ξεύ‐ω

τοξεύω, αόρ.: τόξεψα/τόξευσα, παθ.φωνή: τοξεύομαι, π.αόρ.: τοξεύθηκα, μτχ.π.π.: τοξευμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αόριστος: τόξεψα και τόξευσα

Σπανιότεροι οι παθητικοί τύποι. Αόριστος τοξεύτηκα και τοξεύθηκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τοξεύω < λείπει η ετυμολογία

τοξεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη τόξον

Σύνθετα

[επεξεργασία]