τουίτερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουίτερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική twitter / tweeter
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τουίτερ ουδέτερο άκλιτο
- (πληροφορική) μέσο κοινωνικής δικτύωσης που χρησιμοποιεί σύντομα μηνύματα, με μέγεθος έως και 280 χαρακτήρες
- (τεχνολογία) μεγάφωνο αναπαραγωγής υψηλών ακουστικών συχνοτήτων
- → δείτε τη λέξη γούφερ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)