Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]twitter (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]twitter (en)
- (πληροφορική) το τουίτερ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- twitter < αγγλική
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
twitters |
twitter (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) το τουίτερ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- twaddict
- tweep
- tweeple
- tweetable
- tweetélite
- tweeteur
- tweetologisme
- tweetsage
- tweetup
- twetiquette
- twigué
- twittator
- twitterati
- twitterholic
- twitteristics
- twitterjacking
- twitternoob
- twitterquette
- twittersona
- twittersquatting
- twitterstream
- twittévangéliste
- twittharceleur
- twitticisme
- twittizen
και