τούνδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούνδρα οι τούνδρες
      γενική της τούνδρας των τουνδρών
    αιτιατική την τούνδρα τις τούνδρες
     κλητική τούνδρα τούνδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τούνδρα στη Νορβηγία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τούνδρα < ρωσική тундра

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtun.ðɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τούνδρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]