τούντρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τούντρα | οι | τούντρες |
γενική | της | τούντρας | των | τουντρών |
αιτιατική | την | τούντρα | τις | τούντρες |
κλητική | τούντρα | τούντρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τούντρα θηλυκό
- άλλη μορφή του τούνδρα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τούντρα
→ δείτε τη λέξη τούνδρα |