τρίπλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρίπλα θηλυκό
- (ομαδικά αθλήματα) κίνηση με την οποία ο αθλητής μπερδεύει και αποφεύγει τον αντίπαλο διατηρώντας τη μπάλα