τρίπλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τριπλά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρίπλα < ντρίμπλα < αγγλική dribble

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρίπλα θηλυκό

  • (ομαδικά αθλήματα) κίνηση με την οποία ο αθλητής μπερδεύει και αποφεύγει τον αντίπαλο διατηρώντας τη μπάλα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]