τριβή ολίσθησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριβή ολίσθησης | οι | τριβές ολίσθησης |
γενική | της | τριβής ολίσθησης | των | τριβών ολίσθησης |
αιτιατική | την | τριβή ολίσθησης | τις | τριβές ολίσθησης |
κλητική | τριβή ολίσθησης | τριβές ολίσθησης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]τριβή ολίσθησης θηλυκό
- (μηχανική, μηχανολογία) η τριβή που παρατηρείται μεταξύ ενός σώματος και της επιφάνειας επί της οποίας ολισθαίνει
- ↪ τριβή ολίσθησης υπάρχει μεταξύ των ελατηρίων ενός εμβόλου μιας μηχανής και του τοιχώματος του χιτωνίου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριβή ολίσθησης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)