τριγύρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριγύρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τριγύρω < τρι- (για υπερβολή) + γύρω

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τριγύρω

  • προς ή σε όλες τις κατευθύνσεις
    μόλις έριξα το στάρι, μαζεύτηκαν από τριγύρω περιστέρια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

τριγύρω άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριγύρω ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο