τσατίλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσατίλας < τσατίλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσατίλας και τσαντίλας αρσενικό

αμάν πια, τι τσατίλας άνθρωπος, δεν τολμάς να του πεις τίποτα!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]