υπεραμύνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπεραμύνομαι < υπερ- + αμύνομαι

υπεραμύνομαι, στ.μέλλ.: θα υπεραμύνθηκα (αποθετικό ρήμα)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]