υπερθεματιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθεματιστής < ελληνιστική κοινή ὑπερθεματιστής < ὑπερθεματίζω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερθεματιστής αρσενικό (θηλυκό υπερθεματίστρια)
- ο πλειοδότης, αυτός ο οποίος δίνει την πιο υψηλή προσφορά κατά τη διαδικασία ενός δημόσιου πλειστηριασμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υπερθεματίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερθεματιστής
|