υπόδηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Υπόδηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόδηση οι υποδήσεις
      γενική της υπόδησης* των υποδήσεων
    αιτιατική την υπόδηση τις υποδήσεις
     κλητική υπόδηση υποδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπόδηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπόδη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ὑπόδεσις < ὑποδέω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpo.ði.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐δη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπόδηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη υπόδημα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. υπόδημα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.