φιλιότσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλιότσος < ιταλική figlioccio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλιότσος αρσενικό (αλλά και ουδέτερο: φιλιότσο)
φιλιότσος αρσενικό (αλλά και ουδέτερο: φιλιότσο)