φουρνέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουρνέλο | τα | φουρνέλα |
γενική | του | φουρνέλου | των | φουρνέλων |
αιτιατική | το | φουρνέλο | τα | φουρνέλα |
κλητική | φουρνέλο | φουρνέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουρνέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fornello < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gwher
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουρνέλο ουδέτερο
- η δυναμίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη ανοιγμάτων σε βραχώδη μέρη
- (κατ’ επέκταση) η τρύπα που ανοίγεται, για να τοποθετηθεί η εκρηκτική ύλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φούρνος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βάζω φουρνέλο: (εκτός της κυριολεκτικής σημασίας) (μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον, δυναμιτίζω μια κατάσταση
- βάρδα φουρνέλο!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)