φούμαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φουμάρω
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φούμαρο τα φούμαρα
      γενική του φούμαρου των φούμαρων
    αιτιατική το φούμαρο τα φούμαρα
     κλητική φούμαρο φούμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φούμαρο < φουμάρ(ω) + -ο (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φούμαρο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό: φούμαρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]