φυσητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσητήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυσητήρ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.si.ˈti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐ση‐τή‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσητήρας αρσενικό
- μηχάνημα το οποίο φυσάει αέρα
- (ζωολογία)
- όργανο της φάλαινας που χρησιμοποιείται για την αναπνοή και εκσφενδόνιση νερού
- γένος τεράστιων σαρκοφάγων θαλάσσιων θηλαστικών που θυμίζουν φάλαινες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μηχάνημα το οποίο φυσάει αέρα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φυσητήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)