φόλλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φόλλις < ελληνιστική κοινή φόλλις < λατινική follis (φυσερό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φόλλις αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φόλλῐς οἱ φόλλεις
      γενική τοῦ φόλλεως τῶν φόλλεων
      δοτική τῷ φόλλει τοῖς φόλλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φόλλῐν τοὺς φόλλεις
     κλητική ! φόλλῐ φόλλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόλλει
γεν-δοτ τοῖν  φολλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φόλλις < (άμεσο δάνειο) λατινική follis (φυσερό)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φόλλις αρσενικό