χασομερώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασομερώ < χασομέρι

χασομερώ και χασομεράω

  1. (αμετάβατο) περνάω το χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτε το ουσιαστικό
  2. (αμετάβατο) χρονοτριβώ, κάνω πολύ αργά αυτό που έχω να κάνω
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χασομερήσει
    χασομέρησε λίγο το παιδί μέχρι να του ετοιμάσω το γάλα
     συνώνυμα: απασχολώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]