χερσαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χερσαίος | η | χερσαία | το | χερσαίο |
γενική | του | χερσαίου | της | χερσαίας | του | χερσαίου |
αιτιατική | τον | χερσαίο | τη | χερσαία | το | χερσαίο |
κλητική | χερσαίε | χερσαία | χερσαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χερσαίοι | οι | χερσαίες | τα | χερσαία |
γενική | των | χερσαίων | των | χερσαίων | των | χερσαίων |
αιτιατική | τους | χερσαίους | τις | χερσαίες | τα | χερσαία |
κλητική | χερσαίοι | χερσαίες | χερσαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χερσαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χερσαῖος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çeɾˈse.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χερ‐σαί‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]χερσαίος
- που αναφέρεται ή βρίσκεται ή συμβαίνει στην ξηρά
- ↪ χερσαία σύνορα, χερσαίες (στρατιωτικές) επιχειρήσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χερσαίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)