χιονοκάλυψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιονοκάλυψη | οι | χιονοκαλύψεις |
γενική | της | χιονοκάλυψης* | των | χιονοκαλύψεων |
αιτιατική | τη | χιονοκάλυψη | τις | χιονοκαλύψεις |
κλητική | χιονοκάλυψη | χιονοκαλύψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιονοκαλύψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονοκάλυψη θηλυκό
- η κάλυψη μιας περιοχής με χιόνι
- Στην τρίτη μεγαλύτερη σε έκταση χιονοκάλυψη όλης της χώρας από το 2004 οδήγησαν η παρατεταμένη περίοδος ψύχους από την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου και τα διαδοχικά συστήματα κακοκαιρίας που έπληξαν το σύνολο της Ελλάδας. (*)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονοκάλυψη