χιονόστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιονόστρωση | οι | χιονοστρώσεις |
γενική | της | χιονόστρωσης* | των | χιονοστρώσεων |
αιτιατική | τη | χιονόστρωση | τις | χιονοστρώσεις |
κλητική | χιονόστρωση | χιονοστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χιονοστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çoˈno.stɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐στρω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονόστρωση θηλυκό
- (μετεωρολογία) η στρώση ενός στρώματος χιονιού στο έδαφος ή αλλού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονόστρωση