χλομιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χλομιάζω < χλομός + -ιάζω

χλομιάζω, πρτ.: χλόμιαζα, στ.μέλλ.: θα χλομιάσω, αόρ.: χλόμιασα

  • γίνομαι χλομός, πχ από σωματικό πόνο ή ψυχική ταραχή

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]