ωχριώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωχριώ < αρχαία ελληνικήῶ ὠχράω-ὠχρῶ και ὠχριάω-ὠχριῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ωχριώ
- γίνομαι ωχρός
- χλωμιάζω, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος ντροπής ή φόβου
- (μεταφορικά) αισθάνομαι ή είμαι πολύ υποδεέστερος, κατώτερος από άλλον
- Είναι εξαίρετος νομομαθής και ευφυέστατος. Απέναντί του ωχριούν και οι καλύτεροι ποινικολόγοι.