ωχριώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ωχριώ < αρχαία ελληνικήὠχράω-ὠχρῶ και ὠχριάω-ὠχριῶ

ωχριώ

  1. γίνομαι ωχρός
     συνώνυμα: κιτρινίζω, χλομιάζω
  2. χλωμιάζω, εξαιτίας ενός έντονου συναισθήματος ντροπής ή φόβου
  3. (μεταφορικά) αισθάνομαι ή είμαι πολύ υποδεέστερος, κατώτερος από άλλον
    Είναι εξαίρετος νομομαθής και ευφυέστατος. Απέναντί του ωχριούν και οι καλύτεροι ποινικολόγοι.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]