χοίνικας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χοίνικας | οι | χοίνικες |
γενική | του | χοίνικα | των | χοινίκων |
αιτιατική | τον | χοίνικα | τους | χοίνικες |
κλητική | χοίνικα | χοίνικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χοίνικας < αρχαία ελληνική < η χοῖνιξ-ικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χοίνικας αρσενικό
- το σιτηρέσιο ενός στρατιώτη ή δούλου, δηλαδή η ημερήσια μερίδα που του αναλογούσε
- μέτρο χωρητικότητας στην αρχαία Ελλάδα για ξηρά είδη (π.χ. για σιτάρι) ίσο περίπου με 0,67 του λίτρου -ίσο με το 1/48ο του μέδιμνου που αντιστοιχούσε σε 80 λίτρα ή ίσος με 4 έως 6 κοτύλες