χρηματιστήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρηματιστήριον τὰ χρηματιστήρι
      γενική τοῦ χρηματιστηρίου τῶν χρηματιστηρίων
      δοτική τῷ χρηματιστηρί τοῖς χρηματιστηρίοις
    αιτιατική τὸ χρηματιστήριον τὰ χρηματιστήρι
     κλητική ! χρηματιστήριον χρηματιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρηματιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  χρηματιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρηματιστήριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χρηματιστήριον ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χρηματίζω