χρυσορράπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσορράπτης αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη γραφή του χρυσοράφτης
- ※ τέτοια σωτήρια επαγγέλματα ήσαν τον 11ο αι. και παραμένουν ή αναβιώνουν: καλόγερος, χρυσορράπτης, τσαγκάρης, φούρναρης κ.ά. (Θυμοσοφίες για το παρελθόν και το μέλλον, εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 24/11/2008 [1])