χρυσοράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσοράφτης αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης / ράφτης ειδικευμένος σε ράψιμο / κέντημα με χρυσές κλωστές ή/και πολύτιμους λίθους
- ※ Παραδοσιακές χειροποίητες στολές, που ράβουν οι ελληνοράπτες ή τερζήδες (ράφτες εθνικών ενδυμασιών από το τούρκικο terzi) και κεντάνε οι χρυσοραφτάδες (Αγγελική Πλάγου, Περιφέρεια Ηπείρου: Περιφερειακή Ενότητα Ιωαννίνων: Όπου η Ομορφιά Περισσεύει, εκδόσεις Ακακία, 2016)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσοράφτης
|