χυλοθώρακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χυλοθώρακας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chylothorax
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çi.loˈθo.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐λο‐θώ‐ρα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χυλοθώρακας αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χυλοθώρακας
Πηγές[επεξεργασία]
- χυλοθώρακας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)