χόακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χόακας | οι | χόακες |
γενική | του | χόακα | των | χόακων |
αιτιατική | τον | χόακα | τους | χόακες |
κλητική | χόακα | χόακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χόακας (νεολογισμός) < (άμεσο δάνειο) αγγλική hoax
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόακας αρσενικό
- (αργκό) κείμενο (ή εικόνα, βίντεο κ.λπ.) ψεύτικο, πλαστό ή χαλκευμένο), που αποσκοπεί στην εξαπάτηση κάποιου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χόακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)