ψευδολογέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδολογέω < ψευδολόγος < ψευδής + λέγω

ψευδολογέω και συνηρημένο ψευδολογῶ

  • λέω ψεύδη

Συγγενικά

[επεξεργασία]