ψευδολογῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ψευδολογῶ < ψευδολογέω-ῶ
- το μονοτονικό ψευδολογώ στην πολυτονική γραφή που ίσχυσε από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι το 1982
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ψευδολογῶ
- συνηρημένος τύπος του ψευδολογέω