ωσμωτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ωσμωτικότητα < ωσμωτικός + -ότητα < γαλλική osmotique < osmose < αρχαία ελληνική ὠσμός < ὠθέω (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ωσμωτικότητα θηλυκό
- η συγκέντρωση ωσμωλίων ανά όγκο διαλύματος
- Αρχικά, το μέλι έχει σημαντική αντιμικροβιακή δράση. Η ιδιότητά του αυτή έχει καταγραφεί σε αρκετές επιστημονικές μελέτες και αποδίδεται στην υψηλή ωσμωτικότητα, το χαμηλό pH και την περιεκτικότητά του σε υπεροξείδιο του υδρογόνου και άλλες ενώσεις. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ώσμωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ωσμωτικότητα