ὠσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠσμός < ὠθέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὠσμός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]